ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
....ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Γυναίκα… τ’ ομορφότερο…
πλάσμα… είσαι… της φύσης,
Θεέ μου… είντα έμπνευση,
είχες… για να την χτίσεις;
Επήρες μέλι και ανθούς,
κι έφτιαξες το κορμί της,
κι έδωσες μύρια ευωδιές,
να στένουν στη ψυχή της.
Χρώματα πήρες της αυγής,
κι έσμιξες για να φτιάξεις,
δυο μάτια λάγνα μπόρεσες,
με φλόγα να χαράξεις.
Κόκκινα ροδοπέταλα,
της έβαλες για χείλη,
κι απάνω τους ζωγράφισες,
χρώματα απ’ το δείλι.
Του φεγγαριού πήρες σκιές,
κι έφτιαξες τα μαλλιά της,
με μενεξέδες φύτεψες,
μπαξέ στην αγκαλιά της.
Στο δέρμα της αλάβαστρο,
άλειψες για να λάμπει,
κι άπλωσες χίλιες μυρωδιές,
ωσάν ανθούν οι κάμποι.
Καλέμι πήρες κι έφτιαξες,
καμπύλες λατρεμένες,
σαν μάρμαρο λευκόχυτο,
με τέχνη λαξεμένες.
Έβαλες φλόγα στη καρδιά,
και πάθος μες το στήθος,
καυτή την αύρα στο κορμί,
μεθυστική σαν ζύθος.
Πλάσμα Θεέ μου έφτιαξες,
πανέμορφο κι ωραίο,
μα τό’ κανες ταυτόχρονα,
να είναι και μοιραίο.
Να καίει τις καρδιές πικρά,
στον Άδη να τις ρίχνει,
κι ο πονεμένος λύτρωση,
ποτέ του να μην βρίχνει.
Θαρρώ τούτη τη δύναμη,
πού’ δωσες στη γυναίκα,
μαζί δεν την παλεύουνε,
άντρες ομάδι… δέκα.
Κι αυτό είναι ευθύνη σου,
γυναίκα… να κατέχεις,
τ’ ανδρός της τύχης τα γραφτά,
στα χέρια σου τα έχεις.
Εσύ είσαι η θάλασσα,
που ο άντρας θα βουτήξει,
αν θες κρατάς τον στον αφρό,
γή αφήνεις να τον πνίξει.
Η φύση σε επροίκισε,
με χάρισμα μεγάλο,
το θαύμα νά’ σαι της ζωής…
μάνα… το πιο μεγάλο.
Και ο Θεός σε διάλεξε,
τον Υιό του να γεννήσεις,
απ’ της κοιλιάς σου το καρπό,
λύτρωση να χαρίσεις.
Κι οι χρόνοι σαν περάσουνε,
γίνεσαι των παιδιών σου,
στήριγμα στο ανάθρεμμα,
όλων των εγγονιών σου.
Σαν κόρη είσαι στήριγμα,
στα τέλη των γονιών σου,
και την φροντίδα βρίσκουνε,
στ’ άγγιγμα των χεριών σου.
Είσαι στ’ αδέλφια… αδελφή,
κι αγάπη τους χαρίζεις,
για φίλους δέκα στη ζωή,
θαρρώ… γι’ αυτούς αξίζεις.
Γίνεσαι φίλη στη ζωή,
με της καρδιάς το πάθος,
κι ανθρώπους βάνεις μπιστικούς,
στου μπέτη σου το βάθος.
Στο γάμο και στο σπίτι σου,
στένεσαι σαν κολώνα,
γίνεσαι το θεμέλιο,
που τα στηρίζει όλα.
Ταυτόχρονα εργάζεσαι,
κι εσύ στη βιοπάλη,
και γίνεσαι βοήθεια,
τ’ αντρός… πολύ μεγάλη.
Είσαι… γυναίκα… αδελφή…
φίλη… κόρη… μητέρα,
μα πάλι βρίχνεις δύναμη,
κι όλα τα βγάζεις πέρα.
Λένε… μόνο οι άγγελοι,
σε ξεπερνούν σε χάρη,
μ’ αυτοί είναι αερικά,
του ουρανού καμάρι.
Θεέ μου και να κάτεχα,
πως μοιάζουν οι αγγέλοι,
πάλι εγώ θα διάλεγα,
γυναίκα νά’ χω ταίρι.
Για να γιορτάζω πάντοτε,
μαζί της κάθε μέρα,
να την κρατώ για μια ζωή,
σφικτά από τη χέρα
ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
....ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Γυναίκα… τ’ ομορφότερο…
πλάσμα… είσαι… της φύσης,
Θεέ μου… είντα έμπνευση,
είχες… για να την χτίσεις;
Επήρες μέλι και ανθούς,
κι έφτιαξες το κορμί της,
κι έδωσες μύρια ευωδιές,
να στένουν στη ψυχή της.
Χρώματα πήρες της αυγής,
κι έσμιξες για να φτιάξεις,
δυο μάτια λάγνα μπόρεσες,
με φλόγα να χαράξεις.
Κόκκινα ροδοπέταλα,
της έβαλες για χείλη,
κι απάνω τους ζωγράφισες,
χρώματα απ’ το δείλι.
Του φεγγαριού πήρες σκιές,
κι έφτιαξες τα μαλλιά της,
με μενεξέδες φύτεψες,
μπαξέ στην αγκαλιά της.
Στο δέρμα της αλάβαστρο,
άλειψες για να λάμπει,
κι άπλωσες χίλιες μυρωδιές,
ωσάν ανθούν οι κάμποι.
Καλέμι πήρες κι έφτιαξες,
καμπύλες λατρεμένες,
σαν μάρμαρο λευκόχυτο,
με τέχνη λαξεμένες.
Έβαλες φλόγα στη καρδιά,
και πάθος μες το στήθος,
καυτή την αύρα στο κορμί,
μεθυστική σαν ζύθος.
Πλάσμα Θεέ μου έφτιαξες,
πανέμορφο κι ωραίο,
μα τό’ κανες ταυτόχρονα,
να είναι και μοιραίο.
Να καίει τις καρδιές πικρά,
στον Άδη να τις ρίχνει,
κι ο πονεμένος λύτρωση,
ποτέ του να μην βρίχνει.
Θαρρώ τούτη τη δύναμη,
πού’ δωσες στη γυναίκα,
μαζί δεν την παλεύουνε,
άντρες ομάδι… δέκα.
Κι αυτό είναι ευθύνη σου,
γυναίκα… να κατέχεις,
τ’ ανδρός της τύχης τα γραφτά,
στα χέρια σου τα έχεις.
Εσύ είσαι η θάλασσα,
που ο άντρας θα βουτήξει,
αν θες κρατάς τον στον αφρό,
γή αφήνεις να τον πνίξει.
Η φύση σε επροίκισε,
με χάρισμα μεγάλο,
το θαύμα νά’ σαι της ζωής…
μάνα… το πιο μεγάλο.
Και ο Θεός σε διάλεξε,
τον Υιό του να γεννήσεις,
απ’ της κοιλιάς σου το καρπό,
λύτρωση να χαρίσεις.
Κι οι χρόνοι σαν περάσουνε,
γίνεσαι των παιδιών σου,
στήριγμα στο ανάθρεμμα,
όλων των εγγονιών σου.
Σαν κόρη είσαι στήριγμα,
στα τέλη των γονιών σου,
και την φροντίδα βρίσκουνε,
στ’ άγγιγμα των χεριών σου.
Είσαι στ’ αδέλφια… αδελφή,
κι αγάπη τους χαρίζεις,
για φίλους δέκα στη ζωή,
θαρρώ… γι’ αυτούς αξίζεις.
Γίνεσαι φίλη στη ζωή,
με της καρδιάς το πάθος,
κι ανθρώπους βάνεις μπιστικούς,
στου μπέτη σου το βάθος.
Στο γάμο και στο σπίτι σου,
στένεσαι σαν κολώνα,
γίνεσαι το θεμέλιο,
που τα στηρίζει όλα.
Ταυτόχρονα εργάζεσαι,
κι εσύ στη βιοπάλη,
και γίνεσαι βοήθεια,
τ’ αντρός… πολύ μεγάλη.
Είσαι… γυναίκα… αδελφή…
φίλη… κόρη… μητέρα,
μα πάλι βρίχνεις δύναμη,
κι όλα τα βγάζεις πέρα.
Λένε… μόνο οι άγγελοι,
σε ξεπερνούν σε χάρη,
μ’ αυτοί είναι αερικά,
του ουρανού καμάρι.
Θεέ μου και να κάτεχα,
πως μοιάζουν οι αγγέλοι,
πάλι εγώ θα διάλεγα,
γυναίκα νά’ χω ταίρι.
Για να γιορτάζω πάντοτε,
μαζί της κάθε μέρα,
να την κρατώ για μια ζωή,
σφικτά από τη χέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου